παραλιακός

παραλιακός
η , ό[ν] приморский, прибрежный;

παραλιακόςή οδός — приморское шоссе;

παραλιακόςή λεωφόρος — приморский бульвар


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "παραλιακός" в других словарях:

  • παραλιακός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραλία ή αυτός που βρίσκεται στην παραλία («παραλιακή πόλη») 2. αυτός που εκτείνεται κατά μήκος τής ακτής («παραλιακός δρόμος»). επίρρ... παραλιακώς και ά στην παραλία ή στα παράλια. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • παραλιακός — ή, ό παραθαλάσσιος, παράλιος: Η παραλιακή λεωφόρος έγινε μονόδρομος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Οτρυνή — Παραλιακός δήμος της αρχαίας Αττικής, που ανήκε στην Αιγηίδα φυλή. Βρισκόταν στο απέναντι της Σαλαμίνας έδαφος των αττικών ακτών …   Dictionary of Greek

  • πλατάρια — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Θυάμιδος, του νομού Θεσπρωτίας. Βρίσκεται στα Δ του νομού και στα N της Ηγουμενίτσας. Ο παραλιακός οικισμός Πλαταριά στη Θεσπρωτία. * * * τα, Ν το κεφάλι, ο λαιμός, οι φτερούγες και τα εντόσθια… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Βραχάτι — Κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 2.951 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βόχας. Από το Β., που απέχει 12 χλμ. από την Κόρινθο, περνούν ο παραλιακός δρόμος και η σιδηροδρομική γραμμή προς την Πάτρα …   Dictionary of Greek

  • δημογραφικό πρόβλημα — Όρος που περιγράφει τα προβλήματα που δημιουργούνται από τη δυσανάλογη αύξηση ή μείωση του πληθυσμού καθώς και τις αλλαγές της πληθυσμιακής σύνθεσης μιας χώρας ή περιοχής. Ο Αριστοτέλης έγραψε: «Μίαν γαρ πληγήν ουχ’ υπήνεγκεν η πόλις, αλλ’… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • Κασσιόπη — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.076 κάτ.) της Κέρκυρας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, 36 χλμ. Β της πόλης της Κέρκυρας. Αποτελεί έδρα του δήμου Κασσωπαίων του νομού Κερκύρας. II (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου… …   Dictionary of Greek

  • Λαμπτρές — Αρχαίος δήμος της Αττικής, από τους μεγαλύτερους, που βρισκόταν στους πρόποδες του Υμηττού και ανήκε σε διακλάδωση της Ερεχθηίδας φυλής. Χωριζόταν σε δύο συνοικισμούς, τον μεσογειακό και τον παράλιο. Ο μεσογειακός βρισκόταν στη σημερινή περιοχή… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»